ἀστός

ἀστός
ἀστός (-ός, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς)
1 (fellow)citizen ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν the people of Kamarina O. 5.14

ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7

δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.2

ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84

ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.82

βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς P. 3.71

ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78

ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν sc. Arkesilas P. 4.297 πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν i. e. of the Athenians P. 7.10

οὕνεκεν εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93

πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ the Aiginetans N. 8.14 ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38

ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37

ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3

δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.61

ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (transp. Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29

λ]αὸν ἀστῶν Pae. 2.48

]ἀστοῖσι τε[ Pae. 10.13

τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστός — townsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ …   Dictionary of Greek

  • αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾆστος — ἄιστος unseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖς — ἀστός townsman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖσι — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖσιν — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοί — ἀστός townsman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῦ — ἀστός townsman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστούς — ἀστός townsman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστῷ — ἀστός townsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”